Τα λυσοσώματα είναι κυτταρικά οργανίδια με περιεχόμενο πλούσιο σε υδρολυτικά ένζυμα, ικανά για τη διάσπαση όλων των τύπων των μακρομορίων. Τα λυσοσώματα απαντώνται σε όλους τους τύπους κυττάρων, είναι όμως ιδιαίτερα άφθονα σε κύτταρα που παρουσιάζουν φαγοκυτταρική δραστηριότητα (πχ μακροφάγα, κύτταρα των νεφρικών σωληναρίων, ουδετερόφιλα πολυμορφοπύρηνα κλπ). Τα ένζυμα που περιέχουν απαιτούν χαμηλό pΗ για τη βέλτιστη λειτουργία τους. Τα λυσοσωματικά νοσήματα ή ασθένειες λυσοσωματικής αποθήκευσης περιγράφουν μια ετερογενή ομάδα δεκάδων σπανίων κληρονομικών διαταραχών που χαρακτηρίζονται από τη συσσώρευση μη διασπασμένων ή μερικώς διασπασμένων μακρομορίων. Η ανωτέρω συσσώρευση οδηγεί σε κυτταρική δυσλειτουργία και κλινικές ανωμαλίες, όπως οργανομεγαλία, διαταραχές του συνδετικού ιστού, των οφθαλμών ή του κεντρικού νευρικού συστήματος. Στο παρελθόν τα λυσοσωματικά νοσήματα θεωρήθηκαν ότι οφείλονται αποκλειστικά σε ανεπάρκεια των λυσοσωματικών υδρολασών. Πρόσφατα όμως, η έννοια της ασθένειας λυσοσωματικής αποθήκευσης έχει επεκταθεί για να συμπεριλάβει και την ανεπάρκεια πρωτεϊνών απαραίτητων για τη φυσιολογική μετα-μεταφραστική τροποποίηση των λυσοσωματικών ενζύμων, πρωτεϊνών-ενεργοποιητών ή πρωτεϊνών απαραίτητων για τη σωστή ενδοκυτταρική διακίνηση μεταξύ των λυσοσωμάτων και των άλλων κυτταρικών οργανιδίων. Η ηλικία εμφάνισης των συμπτωμάτων μπορεί να διαφέρει σημαντικά μεταξύ των πασχόντων από το ίδιο λυσοσωματικό νόσημα. Αλλά και μεταξύ των μελών της ίδιας οικογένειας, φορέων των ίδιων μεταλλάξεων, έχει αναφερθεί σημαντική φαινοτυπική ετερογένεια. Τα λυσοσωματικά νοσήματα, ανάλογα με το είδος του συσσωρευόμενου υποστρώματος, διακρίνονται σε βλεννοπολυσακχαριδώσεις, ολιγοσακχαριδώσεις, σφιγγολιπιδώσεις, βλεννολιπιδώσεις, διαταραχές αποθήκευσης των λιποπρωτεϊνών, ελαττώματα λυσοσωματικής μεταφοράς και άλλα.
Αν και γενικά η συσσώρευση μη διασπασμένων υποστρωμάτων θεωρείται ότι σχετίζεται με την κυτταρική δυσλειτουργία και τον κυτταρικό θάνατο που συνοδεύει τα λυσοσωματικά νοσήματα, οι ακριβείς μηχανισμοί δεν έχουν εντελώς διευκρινιστεί. Το πρότυπο του νευροεκφυλισμού στους υποτύπους των λυσοσωματικών νοσημάτων μπορεί να είναι κυτταρο-ειδικό. Σε ορισμένες περιπτώσεις η συσσώρευση του υποστρώματος σχετίζεται με την μείωση των επιπέδων σημαντικών επιμέρους συστατικών, οδηγώντας σε ανεπάρκειά τους στο κύτταρο. Τα λυσοσώματα, σε συνδυασμό με την αυτοφαγία και το σύστημα ουβικιτίνης-πρωτεασώματος, παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο στη διατήρηση του κυτταρικού μεταβολισμού σε φυσιολογικά επίπεδα. Ανώμαλη λειτουργία αυτού του συστήματος μπορεί να οδηγήσει σε έκτοπη δενδριτική εκβλάστηση, ένα αποκλειστικό χαρακτηριστικό των λυσοσωματικών νοσημάτων, καθώς και σε μειωμένη ανακύκλωση των γλουταμινεργικών υποδοχέων ΑΜΡΑ. Ο σχηματισμός νευροαξονικών σφαιροειδών είναι ένα χαρακτηριστικό των γαγγλιοσιδώσεων, των μαννοσιδώσεων και της νόσου Niemann-Pick, που οδηγεί στην παραγωγή συμπαγών συσσωρεύσεων μιτοχονδρίων.
Περισσότερες από 50 ασθένειες λυσοσωματικής αποθήκευσης έχουν περιγραφεί: Νόσοι αποθήκευσης γλυκογόνου τύπου II (νόσος Pompe), Βλεννοπολυσακχαριδώσεις (σύνδρομα Hurler, Hurler-Scheie, Scheie, Hunter, Sanfilippo, Morquio, Maroteaux-Lamy και Sly), Ολιγοσακχαριδώσεις (ασθένειες Schindler και Kanzaki, α- και β-μαννοσίδωση, α-φουκοσίδωση, σιαλίδωση, γλυκοζουρία), Λιπιδώσεις (νόσος Niemann-Pick, ασθένεια Wolman), Σφιγγολιπιδώσεις (νόσος Niemann-Pick τύπου Α, νόσος Gaucher τύπων I, II και III, ασθένεια Krabbe, νόσος Fabry, γαγγλιοσιδώσεις GM1 και GM2, ασθένεια Morquio Β, μεταχρωματική λευκοδυστροφία, ασθένεια Farber). Οι ανωτέρω ασθένειες, οι οποίες παρουσιάζουν κυρίως αυτοσωματική ή φυλοσύνδετη υπολειπόμενη κληρονομικότητα, οφείλονται σε μεταλλάξεις περισσοτέρων από 60 διαφορετικών γονιδίων.
Μέθοδος
Στο εργαστήριό μας παρέχεται η πλήρης ανάλυση με τη χρήση της τεχνολογίας αλληλούχισης επόμενης γενιάς (Next-generation sequencing, NGS) 60 γονιδίων (ABCC8, ACY1, ADSL, AGA, ALDH4A1, ALDH5A1, ALDH7A1, AMT/GCST, ARG1, ARSA, ARSB, ASPA, BTD, CTSA, DPYD, ETFA, ETFB, ETFDH, FH, FOLR1, FUCA1, GALC, GALNS, GAMT, GCDH, GCSH, GLB1, GLDC, GNE, GNPTAB, GNPTG, GNS, GUSB, HEXA, HEXB, HGSNAT, HPD, HYAL1, IDS, IDUA, L2HGDH, LAMA2, MCOLN1, MOCS1, MOCS2, NAGLU, NEU1, NPC1, NPC2, PGK1, PRODH, PSAP, QDPR, SGSH, SLC17A5, SLC25A15, SLC46A1, SMPD1, SUMF1, SUOX), με σκοπό την ανίχνευση πιθανών μεταλλάξεων που έχουν συσχετιστεί με την εμφάνιση λυσοσωματικών νοσημάτων.
Υλικό: Περιφερικό αίμα σε EDTA
Χρόνος απάντησης: 4 εβδομάδες