Λευκοδυστροφία και ασθένειες των υπεροξειδιοσωμάτων

Home Λευκοδυστροφία και ασθένειες των υπεροξειδιοσωμάτων

Η λευκοδυστροφία είναι μία κληρονομική διαταραχή που επηρεάζει τη λευκή ουσία του εγκεφάλου, του νωτιαίου μυελού και συχνά των περιφερικών νεύρων. Όταν η διαταραχή επηρεάζει καθολικά τις οδούς της λευκής ουσίας προκαλείται υποτονία στην πρώιμη παιδική ηλικία, η οποία εξελίσσεται σε σπαστικότητα με την πάροδο του χρόνου. Η σπαστικότητα, η οποία μπορεί να κυμανθεί από ήπια σπαστική διπληγία έως σοβαρή σπαστική τετραπληγία, είναι πιθανό να επηρεάσει σημαντικές ζωτικές λειτουργίες όπως την κατάποση, τη μάσηση, την αναπνοή και να προκαλέσει σοβαρές ορθοπεδικές επιπλοκές (π.χ. σκολίωση). Ορισμένες μορφές λευκοδυστροφίας είναι πιθανό να προκαλέσουν αταξία, ανωμαλίες στο βάδισμα, υπογοναδοτροπικό υπογοναδισμό, επιληπτικές κρίσεις, προβλήματα όρασης, καθυστερημένη γνωστική εξέλιξη ή μεταβολή της νοητικής λειτουργίας των πασχόντων με την πάροδο του χρόνου. Οι διάφορες μορφές λευκοδυστροφίας παρουσιάζουν αυτοσωματική επικρατή, αυτοσωματική υπολειπόμενη ή φυλοσύνδετη κληρονομικότητα.

Οι συχνότερες μορφές λευκοδυστροφίας είναι οι εξής: η αυτοσωματική επικρατής λευκοδυστροφία που εκδηλώνεται στην ενήλικο ζωή (ADLD), το σύνδρομο Aicardi-Goutieres, η νόσος Alexander, η POLR3-σχετιζόμενη λευκοδυστροφία, οι γενετικές διαταραχές CADASIL (Cerebral, Autosomal Dominant, Arteriopathy, Subcortical, Infarcts, Leukoencephalopathy) και CARASIL (Cerebral, Autosomal Recessive, Arteriopathy, Subcortical, Infarcts, Leukoencephalopathy), η νόσος Canavan, η μεταχρωματική λευκοδυστροφία, οι νόσοι Fabry, Krabbe και Pelizaeus-Merzbacher, η νόσος Refsum, η πολλαπλή ανεπάρκεια της σουλφατάσης, οι νόσοι Refsum και Salla, τα σύνδρομα Sjogren-Larsson και Zellweger, καθώς και η φυλοσύνδετη αδρενολευκοδυστροφία.

Tο σύνδρομο Zellweger, η βρεφική νόσος Refsum, η φυλοσύνδετη αδρενολευκοδυστροφία, η στικτή χονδροδυσπλασία και η νεογνική αδρενολευκοδυστροφία αποτελούν ασθένειες των υπεροξειδιοσωμάτων. Τα υπεροξειδιοσώματα είναι κυτταρικά οργανίδια που περιέχουν ένζυμα υπεύθυνα για κρίσιμες μεταβολικές διεργασίες. Οι υπεροξειδιοσωματικές ασθένειες υποδιαιρούνται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: σε εκείνες που οφείλονται στη αποτυχία βιοσύνθεσης λειτουργικών υπεροξειδιοσωμάτων και σε εκείνες που προκύπτουν από την ανεπάρκεια ενός ενζύμου των υπεροξειδιοσωμάτων. Περίπου 50 διαφορετικές βιοχημικές αντιδράσεις λαμβάνουν χώρα, εξ’ ολοκλήρου ή εν μέρει, στα υπεροξειδιοσώματα. Κάποιες είναι αναβολικές και συντελούν στη σύνθεση βασικών μορίων, όπως των χολικών οξέων, της χοληστερόλης, των πλασμινογόνων, καθώς και συστατικών των σύνθετων λιπιδίων, τα οποία αποτελούν συστατικό των μεμβρανών του κεντρικού νευρικού συστήματος. Άλλες πάλι αντιδράσεις είναι καταβολικές και συντελούν στη διάσπαση ορισμένων λιπαρών οξέων, συμπεριλαμβανομένων των λιπαρών οξέων μακράς αλύσου και των προσταγλανδινών. Η συσσώρευση λιπαρών οξέων μακράς αλύσου, λόγω δυσλειτουργίας των υπεροξειδιοσωμάτων, μπορεί να επηρεάσει τη δομή και τη σταθερότητα ορισμένων κυττάρων, ιδιαίτερα εκείνων που σχετίζονται με το κεντρικό νευρικό σύστημα και το σχηματισμό του μυελινικού ελύτρου που καλύπτει τις νευρικές ίνες. Οι διαταραχές των υπεροξειδιοσωμάτων που επηρεάζουν τη δομή του μυελινικού ελύτρου αναφέρονται ως λευκοδυστροφίες. Οι περισσότερες ασθένειες των υπεροξειδιοσωμάτων παρουσιάζουν αυτοσωματική υπολειπόμενη κληρονομικότητα, ενώ άλλες φυλοσύνδετη. Η αναπτυξιακή καθυστέρηση, η νοητική υστέρηση και τα προβλήματα όρασης και ακοής είναι συχνά στους πάσχοντες. Η παρατηρούμενη υποτονία είναι γενικευμένη στις σοβαρότερες περιπτώσεις, ενώ στις λιγότερο σοβαρές μορφές περιορίζεται στους μύες του αυχένα και του κορμού. Οι ασθένειες των υπεροξειδιοσωμάτων χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερα φαινοτυπικά χαρακτηριστικά, όπως υψηλό μέτωπο, μικρό πρόσωπο, χαμηλή πρόσφυση αυτιών και σχιστά μάτια. Στη φυλοσύνδετη αδρενολευκοδυστροφία παρατηρείται ανεπάρκεια του ενζύμου που διασπά τα λιπαρά οξέα μακράς αλύσου, τα οποία συσσωρεύονται στην μυελίνη και τα επινεφρίδια. Τα νευρολογικά συμπτώματα της νόσου εμφανίζονται σε ηλικίες μεταξύ των 5 και 12 ετών. Καθώς η νόσος εξελίσσεται, ο μυϊκός τόνος επιδεινώνεται, η κατάποση γίνεται δύσκολη, με αποτέλεσμα την κωματώδη κατάσταση του ασθενή. Ο θάνατος συνήθως επέρχεται σε διάστημα ενός έως δέκα ετών μετά την έναρξη των συμπτωμάτων.

Μέθοδος

Στο εργαστήριό μας παρέχεται η πλήρης αλληλούχιση 58 γονιδίων χρησιμοποιώντας την τεχνολογία της αλληλούχισης επόμενης γενιάς (Next-generation sequencing, NGS) για την ανίχνευση πιθανών παθολογικών μεταλλάξεων, οι οποίες έχουν συσχετιστεί με την εμφάνιση λευκοδυστροφίας και άλλων ασθενειών των υπεροξειδιοσωμάτων.

Υλικό: Περιφερικό αίμα σε EDTA

Χρόνος απάντησης: 4 εβδομάδες