Η γενικευμένη επιληψία με πυρετικούς σπασμούς είναι το πιο σημαντικό οικογενές επιληπτικό σύνδρομο, γιατί συνδέει τους πυρετικούς σπασμούς με διάφορους άλλους επιληπτικούς σπασμούς και αποδεικνύει τη γενετική συσχέτιση των ήπιων, των σοβαρών, των εστιακών και των γενικευμένων επιληπτικών διαταραχών. Και τα δύο φύλα προσβάλλονται εξίσου από το σύνδρομο, ενώ η ηλικία εμφάνισης του (πρώτοι μήνες ζωής μέχρι την παιδική ηλικία) ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των ατόμων, ακόμη μεταξύ των μελών της ίδιας οικογένειας. Χαρακτηρίζεται από ετερογενείς κλινικούς φαινοτύπους που περιλαμβάνουν κλασικούς πυρετικούς σπασμούς, σύνθετους πυρετικούς σπασμούς, μη-πυρετικούς γενικευμένους σπασμούς, μυοκλονικούς ή ατονικούς σπασμούς ή πιο συχνά μυοκλονικούς-ατονικούς σπασμούς. Εστιακοί σπασμοί του μετωπιαίου και των κροταφικών λοβών μπορεί να παρατηρηθούν στο 13% των προσβεβλημένων ατόμων και σε ορισμένα μόνο μέλη των προσβεβλημένων οικογενειών. Στο 75% των ασθενών περίπου παρατηρούνται μόνο πυρετικοί σπασμοί, ενώ στο υπόλοιπο 25% παρατηρείται συνδυασμός πυρετικών και άλλων σπασμών, όπως: σύντομοι μη εμπύρετοι γενικευμένοι σπασμοί, άλλοι γενικευμένοι σπασμοί (μυοκλονικοί και τονικοί σπασμοί, εστιακοί σπασμοί κυρίως του μετωπιαίου ή των κροταφικών λοβών), πιο σοβαρές μορφές σπασμών, όπως αυτές που παρατηρούνται στο σύνδρομο Dravet και στην επιληψία με μυοκλονικούς-ατονικούς σπασμούς. Οι σύνθετοι πυρετικοί σπασμοί εμφανίζονται στην παιδική ηλικία, 6 μήνες με 1 έτος νωρίτερα από τους κλασικούς πυρετικούς σπασμούς. Συχνά είναι πολλαπλοί και συνεχίζονται και μετά την ηλικία των 5 ετών, ενώ εκλείπουν συνήθως από τα μέσα της παιδικής ηλικίας (~11 έτη). Τα άτομα με σύνθετους πυρετικούς σπασμούς μπορεί να έχουν επίσης μη-πυρετικούς σπασμούς.
Η γενικευμένη επιληψία με πυρετικούς σπασμούς είναι μια καθαρά γενετική διαταραχή με μεγάλη ετερογένεια. Παρουσιάζει κυρίως αυτοσωματική επικρατή κληρονομικότητα με ατελή διεισδυτικότητα. Έχει προταθεί ότι τα βαρύτερα περιστατικά του συνδρόμου οφείλονται στη σωρευτική δράση πολλών γονιδίων. Επομένως, η ανεύρεση ενός υπεύθυνου γονιδίου σε μια οικογένεια μπορεί να αποτελέσει τη βάση για την ανεύρεση και άλλων γονιδίων, στα πλαίσια του πολύπλοκου τρόπου κληρονόμησης του συνδρόμου. Η γενετική βάση της γενικευμένης επιληψίας με πυρετικούς σπασμούς έχει εστιαστεί σε δύο γενετικούς τόπους, στο χρωμόσωμα 19q και στο χρωμόσωμα 2q. Αυξημένη συχνότητα μεταλλάξεων έχει παρατηρηθεί στα γονίδια SCN1A, SCN2Α και SCN1B, τα οποία κωδικοποιούν τις υπομονάδες α1, α2 και β1 του διαύλου ιόντων νατρίου, καθώς και στο γονίδιο GABRG2, που κωδικοποιεί την υπομονάδα γ2 του υποδοχέα της GABAA. Τουλάχιστον εννέα μεταλλάξεις που προκαλούν γενικευμένη επιληψία με πυρετικούς σπασμούς έχουν ταυτοποιηθεί στο γονίδιο SCN1A, ενώ έχουν προταθεί διάφοροι μηχανισμοί για το πώς οι μεταβολές του διαύλου ιόντων νατρίου προκαλούν τους διάφορους κλινικούς φαινοτύπους του συνδρόμου. Οι διάφορες μορφές σπασμών που παρατηρούνται στις πάσχουσες οικογένειες, αποδεικνύουν ότι η γενετική προδιάθεση που καθορίζεται από τα ανωτέρω γονίδια μπορεί να τροποποιηθεί από άλλα γονίδια ή/ και περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Μέθοδος
Στο εργαστήριό μας παρέχεται η πλήρης ανάλυση 36 γονιδίων (3ALDH7A1, CACNA1A, CACNA1H, CACNB4, CASR, CHRNA2, CHRNA4, CHRNB2, CLCN2, CSTB, EFHC1, ELP, EPM2A, GABRA1, GABRB3, GABRD, GABRG2, GPR98, GRIN2A, GRIN2B, KCNMA1, KCNQ2, KCNQ3, KCTD7, MBD5, NHLRC1, PCDH19, PRICKLE1, PRICKLE2, SCARB2, SCN1A, SCN1B, SCN2A, SCN9A, SLC2A1, TBC1D24) με τη χρήση της τεχνολογίας αλληλούχισης επόμενης γενιάς (Next-generation sequencing, NGS) με σκοπό την ανίχνευση πιθανών μεταλλάξεων που έχουν συσχετιστεί με την εμφάνιση γενικευμένης επιληψίας με πυρετικούς σπασμούς.
Υλικό: Περιφερικό αίμα σε EDTA
Χρόνος απάντησης: 4 εβδομάδες